κηρυκικός

κηρυκικός
κηρυκ-ικός, ή, όν,
A of heralds, φῦλον, ἔθνος, Pl.Plt.260d, 290b: ἡ -κή (sc. τέχνη) ib.260e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κηρυκικός — κηρυκικός, ή, όν (Α) [κήρυξ] 1. αυτός που ανήκει σε κήρυκα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκική η τέχνη τού κήρυκα («κελευστικῆ, κηρυκικῇ καὶ πολλαῑς ἑτέραις τούτων τέχναις συγγενέσιν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • κηρυκικόν — κηρῡκικόν , κηρυκικός of heralds masc acc sg κηρῡκικόν , κηρυκικός of heralds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

  • κηρυκτικός — κηρυκτικός, ή, όν (Α) [κηρυκτός] 1. κηρυκικός* 2. τίτλος ενός λόγου που αποδίδεται στον Μέγα Αθανάσιο …   Dictionary of Greek

  • κηρύκινος — κηρύκινος, ίνη, ον (Α) [κήρυξ] 1. κηρυκικός, αυτός που ανήκει σε κήρυκα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκίνη α) η κηρύκαινα* β) (ενν. αρχή) το αξίωμα τού κήρυκα …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՐՈԶԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0999 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c ա. κηρυκικός ad praeconium vel praeconem pertinens. Սեպհական քարոզութեան եւ քարոզչի. *Լուուցանեն իբրեւ քարոզական բարբառեալ ձայնիւ: Սա մեզ խըրատ՝ օրըստօրէ քարոզական. Պիտ.: Երզն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κηρυκικῇ — κηρῡκικῇ , κηρυκικός of heralds fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυκική — κηρῡκική , κηρυκικός of heralds fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”